Το πρωί της 9ης Μαϊου 1968 το κορυφαίο στέλεχος της αντιδικτατορικής αντίστασης και πρώην βουλευτής της ΕΔΑ Γιώργης Τσαρουχάς άφηνε την τελευταία του πνοή από τα σκληρά βασανιστήρια των χουντικών στο κτήριο της ΚΥΠ, το σημερινό Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Οι δικτάτορες απέδωσαν το θάνατό του σε φυσικά αίτια. Όμως, οι συγκλονιστικές φωτογραφίες που αποκαλύφθηκαν μεταπολιτευτικά απέδειξαν ότι ο θάνατος του βετεράνου αγωνιστή ήταν ένα ακόμη έγκλημα της δικτατορίας των Απριλιανών.
Ο Γιώργης Τσαρουχάς συνελήφθη στα διόδια της Λεπτοκαρυάς από όργανα της Ασφάλειας μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του που κατέβαιναν στην Αθήνα με αυτοκίνητο, τη νύχτα της 8ης Μαϊου 1968. Σκοπός του ταξιδιού ήταν να συναντηθεί με στελέχη του ΠΑΜ και να μεταφέρει στην Αθήνα, ως γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ Θεσσαλονίκης, της απόφαση της τοπικής οργάνωσης σχετικά με τη θέση της στο διασπασμένο κόμμα. Το χειρόγραφο σημείωμα –απόφαση της ΚΟΘ του ΚΚΕ που «εγκρίνει ανεπιφύλακτα την απόφαση του Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ για το Εσωτερικό με την οποία αρνείται την εγκυρότητα των αποφάσεων της 12ης Ολομέλειας»- ο Τσαρουχάς το κατάπιε κατά τη σύλληψή του για να μη πέσει στα χέρια των διωκτών του.
Ο Γιώργης Τσαρουχάς (1912-1968)
Ο Τσαρουχάς μεταφέρθηκε στα κρατητήρια της ΚΥΠ, στο Γ’ Σώμα Στρατού και υποβλήθηκε σε σκληρά βασανιστήρια από όργανα της χούντας, τα ονόματα των οποίων δεν αποκαλύφθηκαν ούτε στη δίκη που έγινε το 1979. Τα πολλά πλήγματα των βασανιστών στο σώμα του στάθηκαν μοιραία για τον Τσαρουχά που άφησε την τελευταία του πνοή τις πρώτες ώρες της 9ης Μαϊου. Το καθεστώς απέδωσε το θάνατό του σε καρδιακή προσβολή και η ταφή του έγινε εσπευσμένως, χωρίς να ανοιχτεί το φέρετρό του, στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας. Κάποια στιγμή μόνο, ο στρατιώτης φρουρός επέτρεψε στους οικείους του νεκρού να ανασηκώσουν το φέρετρο για να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό στην εκκλησία του νεκροταφείου και να διαπιστώσουν τις κακώσεις στο πρόσωπό του. Ο ιατροδικαστής Εμμ. Νόνας, που ενήργησε νεκροψία- νεκροτομή την επομένη του θανάτου του Τσαρουχά, απέδωσε το θάνατό του σε έμφραγμα του μυοκαρδίου, αλλά ανέφερε στην έκθεση του ότι «διαπίστωσε πολυαρίθμους κακώσεις εξωτερικής επιφανείας, ποικίλης εκτάσεως και μορφής εις διάφορα σημεία του σώματος».
Η ανακοίνωση της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης για τον θάνατο του Τσαρουχά που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία».
Συγκλονιστικό εύρημα
Στη διάρκεια της δικτατορίας οι υπεύθυνοι της δολοφονίας προσπάθησαν να συγκαλύψουν τα βασανιστήρια και το έγκλημα και να αποδώσουν το θάνατο του Γιώργη Τσαρουχά σε φυσικά αίτια. Μετά την δικτατορία, όμως, αποκαλύφθηκαν συγκλονιστικά φωτογραφικά τεκμήρια που απέδειξαν ότι ο θάνατός του ήταν ένα ακόμη έγκλημα της χούντας. Ο ανακριτής του Α’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης Χρήστος Ηλιάδης, που ανέλαβε την υπόθεση το 1975, μετά από εξονυχιστική έρευνα και επίμονη ανάκριση όλων των εμπλεκομένων στο θάνατο του Τσαρουχά, αποκάλυψε σε θυρίδα της Υπηρεσίας Σήμανσης ένα φιλμ με αρκετές φωτογραφίες του οικτρά κακοποιημένου σώματος του νεκρού βουλευτή. Σ’ αυτές τις φωτογραφίες διακρίνονται τα πολλά χτυπήματα και μαστιγώματα στην πλάτη, το κεφάλι, τους μηρούς και άλλα σημεία του σώματος, εκχυμώσεις και πρηξίματα, που προφανώς προκάλεσαν το θάνατο. Κατά την εξέταση των φωτογραφιών από ειδικούς διαπιστώθηκαν 17 χτυπήματα και εκχυμώσεις στο σώμα του Τσαρουχά που απέδειξαν πειστικότατα ότι ο πρώην βουλευτής κακοποιήθηκε σκληρά το πρώτο εικοσιτετράωρο των «ανακρίσεων» στο κολαστήριο της ΚΥΠ, στο στρατόπεδο του Γ’ Σώματος Στρατού.
Μια από τις μακάβριες φωτογραφίες του νεκρού από τα βασανιστήρια Γιώργη Τσαρουχά που απέδειξαν ότι ο θάνατος του ήταν ένα ακόμη έγκλημα της χούντας.
Η φωτογράφιση ανάλογων περιστατικών στο πανεπιστημιακό νεκροτομείο ήταν τυπική ρουτίνα για τον φωτογράφο της Σήμανσης και αποθηκεύτηκε στο αρχείο της. Οι δράστες όμως και οι ηθικοί αυτουργοί της ΚΥΠ, για άγνωστους λόγους, δεν ενδιαφέρθηκαν για την καταστροφή τους κι έτσι διασώθηκαν τα αδιάψευστα πειστήρια των βασανιστηρίων και της δολοφονίας του Γιώργη Τσαρουχά από όργανα της χούντας.
Δεν «πλήρωσαν» οι δολοφόνοι του
Μετά από τρεις αναβολές έγινε τελικά η δίκη για τη δολοφονία του τέως βουλευτή και ηγετικού στελέχους του αντιδικτατορικού αγώνα Γιώργη Τσαρουχά στο Μικτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης το Μάιο και Ιούνιο του 1979. Κατηγορούμενοι ήταν αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής που ενεπλάκησαν στη σύλληψη, την ανάκριση και το θάνατο του Τσαρουχά στα κρατητήρια της ΚΥΠ, στο Γ’ Σώμα Στρατού.
Η ακροαματική διαδικασία της πρώτης δίκης, που κράτησε 23 μέρες, δεν μπόρεσε να αποκαλύψει τους πραγματικούς δράστες της δολοφονίας, καθώς δεν υπήρξαν αποδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα των βασανιστών. Πολλοί εμπλεκόμενοι στην υπόθεση κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας καθώς τα αδικήματά τους είχαν παραγραφεί. Η δικαστική έρευνα ξεκαθάρισε αμετάκλητα μόνο ότι ο θάνατος του Τσαρουχά προήλθε από τα πλήγματα των βασανιστών και όχι από τη χρόνια καρδιοπάθεια του βουλευτή. Έτσι οι καταδικασθέντες περιορίστηκαν σε πέντε ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς που κατηγορούνταν για ηθική αυτουργία, συνέργεια και κατάχρηση εξουσίας.
Από τη δίκη των δολοφόνων του Τσαρουχά στο Μικτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης το 1979. Όρθιος αριστερά ο πρόεδρος του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης επί χούντας Φωκίων Καραπάνος. Κάτω η σύζυγος του Γιώργη Τσαρουχά Ιωάννα καταθέτει στο δικαστήριο.
Ακολούθησαν δύο ακόμη δίκες σε δεύτερο βαθμό το 1982 στα Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης και το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, τα οποία μείωσαν τις ποινές. Στους καταδικασθέντες αξιωματικούς επιβλήθηκαν οι παρακάτω ποινές: στον υποστράτηγο Στέφανο Καραμπέρη, διοικητή της ΚΥΠ, όπου πέθανε από τα βασανιστήρια ο Τσαρουχάς, κάθειρξη 10 χρόνων και 9 μηνών (μετά την έφεση 5 χρόνια), στον υποστράτηγο Φωκίωνα Καραπάνο, διοικητή Δικαστικού του Γ΄ ΣΣ, φυλάκιση 5 χρόνων (μετά την έφεση 3 χρόνια), στον υποστράτηγος Δημήτριο Τασσόπουλο, διοικητή της 87 Σ.ΔΙ., φυλάκιση ενός χρόνου, στον υποστράτηγο Χωροφυλακής Δημήτριο Σταματόπουλο, διοικητή της Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, φυλάκιση ενός χρόνου και στο συνταγματάρχη Σταύρο Αναστασιάδη, αξιωματικό της ΚΥΠ στη Θεσσαλονίκη, φυλάκιση 22 μηνών.
«Η υπόθεση Τσαρουχά υπήρξε απόρροια καταστάσεων διαστρεβλωτικών του φρονήματος και της ηθικής συνείδησης αυτών των ανθρώπων», υπογράμμισε ο εισαγγελέας της έδρας Σπύρος Κανίνιας. Αποτίοντας φόρο τιμής στη μνήμη του δολοφονημένου βουλευτή και σημαίνοντος στελέχους του αντιδικτατορικού αγώνα, ο εισαγγελέας τόνισε ότι «την ώρα που ο Τσαρουχάς ενταφιάζεται στην ελληνική γη, ενταφιάζεται ηθικώς η δικτατορία».
«Αφήστε τον, δεν είναι αυτός!»
Ο Γιώργης Τσαρουχάς κακοποιήθηκε και τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι από ομάδα παρακρατικών και τη νύχτα που δολοφονήθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης, στις 22 Μάη 1963. Παρότι ήταν βουλευτής και ζήτησε την προστασία των παριστάμενων αξιωματικών της Χωροφυλακής, αφέθηκε ακάλυπτος στη μανία των παρακρατικών, οι οποίοι τον λιντσάρισαν μέσα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Αν δεν τον αποτέλειωσαν είναι γιατί ο ομαδάρχης των τραμπούκων είπε στους παλικαράδες του: «Αφήστε τον, δεν είναι αυτός!», εννοώντας τον προγραμμένο Λαμπράκη.
Ο Τσαρουχάς δέχτηκε επίθεση στην είσοδο της αίθουσας όπου θα μιλούσε ο Λαμπράκης, την ώρα που συνομιλούσε με αξιωματικούς της «περιφρούρησης». Αιφνιδιαστικά ένας «αγανακτισμένος», ο παρακρατικός Χρ. Φωκάς, του επέφερε ένα τρομερό χτύπημα στο κεφάλι και άλλα χτυπήματα στο πρόσωπο εκστομίζοντας και βρισιές όπως «Βούλγαρε θα πεθάνεις». Ο δράστης δεν συνελήφθη, ενώ στις εκκλήσεις του τραυματισμένου βουλευτή να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, οι αξιωματικοί αδιαφόρησαν. Όταν τελικά ήρθε το ασθενοφόρο, ομάδα των «αντιφρονούντων» όρμησαν στο αυτοκίνητο χτυπώντας τις λαμαρίνες για να μη μπει μέσα ο τραυματίας βουλευτής, ο οποίος αν και ζήτησε συνοδεία από τους αξιωματικούς δεν ανταποκρίθηκαν στο αίτημα. Λίγα μέτρα πιο κάτω, στη διασταύρωση Ερμού και Ίωνος Δραγούμη, έγινε νέα επίθεση κατά του ασθενοφόρου εν κινήσει. Μπήκαν από την πίσω πόρτα τρεις τραμπούκοι, ένας ήταν ο Αντώναρος Πιτσώκος, ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, άρχισαν να τον χτυπούν, τον έσυραν από το κρεβάτι του ασθενοφόρου και τον πέταξαν αναίσθητο και αιμόφυρτο στο οδόστρωμα…
Ο τραυματισμένος βαριά από τραμπούκους βουλευτής Γιώργης Τσαρουχάς την ημέρα της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη (22 Μαϊου 1963).
Με τραύματα στο πρόσωπο και εγκεφαλική διάσειση ο Τσαρουχάς μεταφέρθηκε στο Α’ Βοηθειών και εν συνεχεία στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ όπου νοσηλεύτηκε για ένα μήνα. Στη συνέχεια εισήχθη σε κλινική της Αθήνας όπου παρέμεινε τρεισήμισι μήνες για θεραπεία. Για τον τραυματισμό του, στη δίκη του Λαμπράκη το 1966, καταδικάστηκε μόνο ο λιμενεργάτης Χρήστος Φωκάς σε φυλάκιση ενός χρόνου, για απλές σωματικές βλάβες και άλλες 8 μήνες για «διατάραξη της κοινής ειρήνης». Ο έτερος τραμπούκος, ο οπωροπώλης Αντώναρος Πιτσώκος, αθωώθηκε…
Τα αιματοβαμμένα ρούχα
Τα ματωμένα ρούχα του Γιώργη Τσαρουχά, που φορούσε κατά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του στις 22 Μαϊου 1963, βρέθηκαν σε ένα χαρτοκιβώτιο στα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης το 2010 και αποτελούσαν πειστήρια της δικογραφίας για τη δίκη που έγινε το 1966. Το πολύτιμο αυτό ιστορικό ντοκουμέντο διασώθηκε χάρη στην ευαισθησία των ανθρώπων στους οποίους είχε ανατεθεί να «καθαρίσουν» το χώρο. Το χαρτοκιβώτιο με τα ρούχα παραδόθηκε στην Εταιρία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων Κεν. και Δυτ. Μακεδονίας (ΕΔΙΑ), τα αποκάθαρε και τα διατηρεί στα αρχεία της. Το ταπεινό εύρημα με τη μεγάλη ιστορική αξία προορίζεται να παραδοθεί στο… μελλοντικό «Μουσείο Κοινωνικής Ιστορίας της Θεσσαλονίκης», που είναι αίτημα της πόλης.
Σύντομο βιογραφικό
Ο Γιώργης Τσαρουχάς γεννήθηκε το 1912 στο Δρυνοχώρι Ανατολ. Θράκης (περιοχή Αδριανούπολης) και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του ως πρόσφυγας το 1924 στην Καρπερή Σερρών. Τέλειωσε με στερήσεις το Γυμνάσιο Σιδηροκάστρου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά αποβλήθηκε από τη Νομική σχολή από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου για ένα χρόνο. Μετά τη λήξη της αποβολής του μεταγράφηκε στη Νομική σχολή Αθηνών απ’ όπου πήρε το πτυχίο του.
Ο νομάρχης Καβάλας Γ. Τσαρουχάς σε επίσημη εκδήλωση μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Γερμανούς.
Από τα μαθητικά του χρόνια εντάχθηκε στο κομουνιστικό κίνημα, πολέμησε τους φασίστες Ιταλούς στο μέτωπο της Αλβανίας και συνέχισε τον αγώνα κατά των ξένων κατακτητών στη διάρκεια της γερμανοβουλγαρικής κατοχής, ως γραμματέας του ΕΑΜ Ανατολικής Μακεδονίας. Μετά την απελευθέρωση έγινε νομάρχης Καβάλας. Το 1945 συνελήφθη για την εθνικοαπελευθερωτική του δράση, καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση και εξορίστηκε στη Γυάρο ως το 1951 που αφέθηκε ελεύθερος. Δυο χρόνια αργότερα, το 1953, συνελήφθη και πάλι από τις «αρχές ασφαλείας του κράτους» και εξορίστηκε στο νησί Άγιος Ευστράτιος (Άη Στράτης) ως το 1961. Πήγε στη Μόσχα για θεραπεία του ματιού του και επιστρέφοντας εκλέχτηκε το 1961 βουλευτής της ΕΔΑ στο νομό Καβάλας, στις εκλογές της βίας και της νοθείας. Τη νύχτα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάη του 1963, τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι από τους τραμπούκους και νοσηλεύτηκε για ένα μήνα περίπου στο νοσοκομείο.
Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου βγήκε στην παρανομία, οργάνωσε τον πρώτο αντιστασιακό πυρήνα στη Θεσσαλονίκη και τέθηκε επικεφαλής της αντιδικτατορικής οργάνωσης Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) και της παράνομης κομματικής οργάνωσης του ΚΚΕ. Το 1968 συνελήφθη από όργανα της Ασφάλειας και πέθανε από τα φρικτά βασανιστήρια των χουντικών, σε ηλικία 56 χρόνων, στη διάρκεια «ανάκρισής» του στα κρατητήρια της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης, στις 9 Μαϊου 1968.
Χ.ΖΑΦ.
Το τμήμα του Χώρου Μνήμης της Αντιδικτατορικής Αντίστασης στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης που είναι αφιερωμένο στον αγωνιστή της Δημοκρατίας Γιώργη Τσαρουχά. Στο χώρο που δολοφονήθηκε από τους χουντικούς «επέστρεψε» εν δόξη μετά 50 χρόνια…
Πόσο εύκολα αλλάζει σε χαλεπούς καιρούς η συμβολική αξία των τόπων και των χώρων... Πόσο εύκολα τα μνημεία - σύμβολα, της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποχαρακτηρίζονται στην συνείδηση των πολιτών του τόπου ή τουλάχιστον γίνεται προσπάθεια να αποχαρκτηριστούν.
Μουσείο μιας ματωμένης ιστορίας
Η είσοδος των Φυλακών
Στις 6 και 7 Μαΐου 1948 εκτελέστηκαν 36 αγωνιστές. Ο Κώστας Γιαννόπουλος ένα βράδυ πριν την εκτέλεσή του έγραφε τους στίχους: «... Τώρα πια δεν είμαστε οι ανήμποροι και αδύναμοι/ κι ούτε ένα σφίξιμο κανείς δε νιώθει στην καρδιά του./ Γυρτός κανείς, δειλός κανείς, μονάχα ψηλομέτωποι/ αγέρωχοι ανοίγουμε τα κάστρα του θανάτου/... Κι αφού στη φλόγα λυώσαμε κι όλοι μας σβύσαν οι καϋμοί/ να, με τον ίδιο θάνατο, το θάνατο πατάμε».
Η χούντα των συνταγματαρχών,ένας εφιάλτης της σύγχρονης Ελλάδας που τα τελευταία χρόνια μας ξαναχτυπά την πόρτα, με διαφορετική μορφή αλλά με την ίδια αγριότητα.
Μία περίοδος που κάποιοι δεν θέλουν να θυμούνται και κάποιοι άλλοι νοσταλγούν!
Κρατούμενοι στα πέτρινα χρόνια
Στις πρώην φυλακές Καλαμίου, στο παλιό τουρκικό φρούριο ´Ιτζεδίν´ ο χρόνος έχει αφήσει έντονα τα σημάδια του. Ακόμα πιο έντονα είναι όμως τα σημάδια της μνήμης. Στην ψυχή, στο μυαλό και στο σώμα των πολιτικών κρατουμένων τα χρόνια της εμφυλιακής μαι μετεμφυλιακής Ελλάδας αλλά και την εποχή της χούντας των συνταγματαρχών. Οι ´διαδρομές´ βρέθηκαν στον χώρο του μαρτυρίου μαζί με 3 από τους εναπομείναντες στη ζωή Χανιώτες πολιτικούς κρατούμενους.
Ιστορική μνήμη και αφηγηματική πλοκή με αντικείμενο τη νήσο Γυάρο.
Η Γυάρος, χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας από το 1947 μέχρι το 1952 και από το 1956 μέχρι το 1974 για πολιτικούς εξόριστους. Συνολικά, 22.000 Έλληνες πέρασαν και μαρτύρησαν, παραμένοντας εκεί για μήνες, για χρόνια, ακόμη και για πάντα.
Στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, η Γυάρος συνδέθηκε με εποχές πολιτικής καταπίεσης. Το 1947 κατασκευάστηκε και η φυλακή της Γυάρου, η οποία με υπουργική απόφαση του 2001 χαρακτηρίστηκε διατηρητέο μνημείο. Το 1947 ξεκίνησαν οι πρώτες οικοδομικές εργασίες στο νησί που περιλάμβαναν εκβραχισμούς και διαμορφώσεις του εδάφους, διάνοιξη δρόμων, κτίσιμο ειδικών κτιρίων φυλακών, αποθηκών, κατοικιών φυλάκων, πυροβολείων, κ.α. Σε πέντε όρμους του νησιού δημιουργήθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στον πρώτο όρμο το 1950 βρισκόταν 5.500 κρατούμενοι, στον δεύτερο 1.500, στον τρίτο 990, στον τέταρτο 2.000 και στον πέμπτο 300 κρατούμενοι. Εκτός από τους πολιτικούς κρατούμενους, πολιτικοί και θρησκευτικοί κρατούμενοι εξέτισαν ποινές εξορίας στη φυλακή της Γυάρου ως αντιρρησίες συνείδησης. Η χρήση του ως τόπου εξορίας και φυλάκισης έγινε κυρίως στα διαστήματα 1947-1952, 1955-1961 και 1967-1974.
Την περίοδο 1947-1952 πέρασαν από τη Γυάρο, έναν από τους χειρότερους τόπους εξορίας, συνολικά 14.500 πολίτες καταδικασμένοι από Έκτακτα Στρατοδικεία. Οι κρατούμενοι αυτοί άρχισαν να κτίζουν με καταναγκαστική εργασία τα κτήρια των φυλακών. Η Γυάρος παρέμεινε τόπος περιορισμού των πολιτικών κρατουμένων μέχρι το 1961. Στη συνέχεια τα κτίρια παραδόθηκαν στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού για να τα χρησιμοποιήσει σαν αποθήκες. Τότε η περιοχή γύρω από το νησί χαρακτηρίστηκε απαγορευμένη.
Με την εγκαθίδρυση του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου του 1967, η Γυάρος ξανα λειτούργησε για τον εκτοπισμό χιλιάδων αντιπάλων του καθεστώτος. Οι τελευταίοι κρατούμενοι εγκατέλειψαν το νησί τον Ιούλιο του 1974, μετά την πολιτική αλλαγή. Την περίοδο 1947-1952 πέρασαν από τη Γυάρο, έναν από τους χειρότερους τόπους εξορίας, συνολικά 14.500 πολίτες καταδικασμένοι από Έκτακτα Στρατοδικεία. Οι κρατούμενοι αυτοί άρχισαν να κτίζουν με καταναγκαστική εργασία τα κτήρια των φυλακών.
Οι κρατούμενοι ζούσαν σε συνθήκες πειθαρχημένης διαβίωσης, που δεν διέφεραν ουσιαστικά από τη διαβίωση των φυλακισμένων, μολονότι κανείς τους δεν είχε καμιά καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου εις βάρος του. Μολονότι, κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, δε σημειώθηκαν οι βιαιοπραγίες και οι βασανισμοί της περιόδου του Εμφύλιου Πολέμου, οι κρατούμενοι υπέφεραν από τη στενότητα του χώρου, την έλλειψη νερού και το κακό σιτηρέσιο.
Η διεθνής κατακραυγή αλλά και η απόπειρα της χούντας να προχωρήσει σε κάποιον επιφανειακό εκδημοκρατισμό του καθεστώτος της, την οδήγησαν, το καλοκαίρι του 1973, στην κατάργηση του στρατοπέδου και την απόλυση των κρατουμένων. H ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Iωαννίδη είχε συνέπεια να χρησιμοποιηθεί και πάλι η Γυάρος σαν φυλακή για 44 πολιτικούς κρατούμενους, από τον Φεβρουάριο του 1974 και ως την πτώση της χούντας.
Μαρτυρία: «Είµαστε φυλακισμένοι επάνω στη γη και δέσμιοι ενός γήινου σώματος. Θα πεθάνω, αλλά πρέπει γι’ αυτό να πεθάνω βογκώντας; Θα φυλακισθώ. Αλλά πρέπει γι’ αυτό να θρηνολογώ; Θα εξοριστώ. Αλλά ποιος µπορεί να µε εµποδίσει να φύγω χαμογελώντας, εύθυμος και ήρεμος;
-Πες μου το µυστικό.
-Δεν το λέω, γιατί αυτό εξαρτάται από τη θέλησή μου.
-Θα σε ρίξω τότε στα σίδερα.
-Άνθρωπε, τι λες; Εμένα; Μόνο το πόδι μου µπορείς να αλυσοδέσεις. Τη θέλησή μου
ούτε ο Δίας μπορεί να καταβάλει.
-Θα σε φυλακίσω.
-Το καημένο μου κορμί, εννοείς.
-Θα σε αποκεφαλίσω.
-Πότε εγώ δήλωσα πως μονάχα ο δικός μου τράχηλος δεν μπορεί να κοπεί;
Αυτές είναι οι σκέψεις που πρέπει να κάνει ένας φιλόσοφος, αυτά πρέπει να γράφει κάθε μέρα, σ’ αυτά πρέπει να γυμνάζεται». Έχουν γραφτεί αρκετά. Όμως, όσα και να γραφούν, δεν μπορούν να περιγράψουν την πραγματικότητα, την πρωτοφανή βαρβαρότητα που βίωσαν οι περισσότεροι από 18.500 κρατούμενοι που πέρασαν από εκεί, την πρώτη περίοδο, 1947 -1954, και χιλιάδες πολλές ακόμα στις επόμενες περιόδους, που το καταραμένο αυτό νησί χρησιμοποιήθηκε από τις κυβερνήσεις της άρχουσας τάξης, δεξιές και κεντρώες, και τη χούντα αργότερα, σαν τόπος εξορίας των αγωνιστών της δημοκρατίας. Κι αυτό, σε μια προσπάθεια, με την απομόνωση από τον άλλο κόσμο και με τη χρησιμοποίηση κάθε μεθόδου βασανισμών, πείνας και εξαθλίωσης, με στόχο να «σπάσουν» ψυχολογικά τους αγωνιστές. Η Γυάρος, που, πλέον, αποτελεί ιστορικό τόπο μνήμης, λειτούργησε σε τρεις περιόδους, από τις οποίες την πρώτη, την πιο τραγική, 1947-1953, χρησιμοποιήθηκε, στην κυριολεξία, σαν τάφος για χιλιάδες αγωνιστές αντιστασιακούς της απελευθέρωσης της πατρίδας από το Γερμανό κατακτητή. Ακολούθησε η δεύτερη περίοδος, 1954 -1961, όπου, επίσης, μαρτύρησαν χιλιάδες αγωνιστές, κομμουνιστές, δημοκράτες, ενώ για τρίτη φορά το νησί, και η προηγούμενη υποδομή που φτιάχτηκε με τα χέρια των πολιτικών κρατούμενων της πρώτης περιόδου, χρησιμοποιήθηκε σαν τόπος εξορίας την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, 1967-'68 και 1973-'74. […]
Η επιλογή του χώρου (από τα πρώτα χρόνια «αξιοποίησής» του) γίνεται μετά από επισκέψεις σε πολλά νησιά, κυρίως ερημονήσια. Την οργάνωση μιας τέτοιας φυλακής - εξορίας, έχει αναλάβει ένας Άγγλος ειδικός, που έμεινε στην ιστορία, ως «Κουλοχέρης» - έτσι τον ονόμασαν οι πολιτικοί κρατούμενοι, γιατί είχε το ένα χέρι του κομμένο. Αυτός αποφάνθηκε πως το νησί - φυλακή που χρειάζεται το καθεστώς είναι η Γιούρα, ως ο πιο πρόσφορος τόπος εξόντωσης των πολιτικών κρατουμένων. Εδώ μπορούσε το καθεστώς, σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης των κρατουμένων, να συνδυάσει όλες τις μακάβριες τεχνικές για την εξόντωση, ηθική και φυσική, των επικίνδυνων κομμουνιστών, των πολιτικών του αντιπάλων, «εν κρυπτώ και παραβύστω». Έτσι, αποφασίστηκε να ιδρυθεί το στρατόπεδο, και αρχίζουν να στέλνουν, απ' όλη την Ελλάδα, πολιτικούς κρατούμενους. Διατάσσονται όλες οι φυλακές του κράτους να στείλουν τους κρατούμενούς τους στη Γιούρα. Αρχικά, υπάρχει πρόγραμμα για 10.000. Αδειάζουν κυριολεχτικά πολλές φυλακές του κράτους, που έρχονται στη Γιούρα, όχι μόνον με τους κρατούμενούς τους, αλλά και το προσωπικό τους, τα βιβλία τους, τα έπιπλά τους (φυλακές Καλαμών, Θεσσαλονίκης, Αθηνών κλπ). Παρ' όλο που, απ' την πρώτη μέρα της ίδρυσής της, η Γυάρος ονομάζεται «εγκληματική φυλακή» και θα 'πρεπε, συνεπώς, να περιλάβει μόνο βαρυποινίτες καταδίκους, ωστόσο στέλνουν κάθε είδους κρατούμενο: Θανατοποινίτες, κατάδικους σ' εγκληματικές ποινές, ελαφροποινίτες κι υπόδικους ακόμα. Υγιείς και άρρωστους (απ' τ' αναρρωτήρια των φυλακών κι απ' τη «Σωτηρία»). Άντρες, γέρους και παιδιά 12, 13 χρονών από τη Ρούμελη - υπόδικα!). Η τύχη όλων αυτών των ανθρώπων φανερώνεται από την πρώτη στιγμή. Σταμάτημα της επαφής απ' όλο τον κόσμο. Ολοκληρωτική απομόνωση. Μ' αυτό τον τρόπο: Οι κατάδικοι δεν μπορούν κανένα ένδικο μέσο ν' ασκήσουν. Οι υπόδικοι με κανένα τρόπο δεν μπορούν να φροντίσουν την υπόθεσή τους. Μένουν έτσι μήνες, χρόνια υπόδικοι, υποφέρουν τόσα, ώσπου, κάποτε, τυχαία, θα τους αρπάξουν για δίκη ή θα τους κοινοποιήσουν ένα βούλευμα απαλλαχτικό - άπειρες φορές έγινε κι αυτό (αφού ρημάχτηκαν 1-2 χρόνια στη Γιούρα)! Όσο για τους θανατοποινίτες - είναι τόσο βαρύ το δράμα τους... Δεν ξέρουν τίποτα για την πορεία της υπόθεσής τους: Αλληλογραφία σπάνια - κι αν φτάσει ποτέ στον προορισμό της. Αίτηση χάριτος αδύνατο να γίνει στη Γιούρα. Έπειτα, πού καιρός ν' ασχοληθείς με τέτοια, όταν ολημερίς σέρνεσαι στη δουλειά, βασανίζεσαι, προσπαθείς να σωθείς από την άμεση καθημερινή απειλή της ζωής σου; Κυρίως, όμως, δεν κάνει ο θανατοποινίτης καμιά ενέργεια στη Διεύθυνση, γιατί αλίμονό σου αν μάθει η Διεύθυνση ή κανένας φύλακας ότι είσαι δικασμένος σε θάνατο και ζητάς και ρέστα: θα κακοποιηθείς σε τέτοιο βαθμό, που ίσως δε θα ζήσεις...
[Σε άλλο άρθρο διαβάζουμε, πάντα για τις συνθήκες κράτησης και επιβίωσης στο Νησί…] Έτσι απομονωμένη η Γυάρος από τον άλλο κόσμο, ήταν ο ιδανικότερος τόπος για να μπορούν να βασανίζουν, χωρίς ν' ακούγονται οι φωνές των βασανισθέντων κρατουμένων, και να μην μπορούν οι τελευταίοι να ασκήσουν ακόμη και κανένα ένδικο μέσο.
Στα τρία πρώτα χρόνια, όπως αποκαλύπτουν οι ίδιοι με τα σημειώματα που αποτέλεσαν τη βάση για την έκδοση του βιβλίου «ΓΙΟΥΡΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟΝΗΣΙ», και με υπομνήματα που κατάφεραν να στείλουν προς διεθνείς οργανισμούς, στον ΟΗΕ και τον ΕΣ κλπ., οι πολιτικοί κρατούμενοι στη Γυάρο, στο θανατονήσι - το Νταχάου της Αμερικανοκρατίας, ζήσαν σε μια φρίκη, σε μια κόλαση, μέσα στο αίμα και στο θάνατο. Με ατέλειωτα βασανιστήρια μέσα σε μια ολοκληρωτική απομόνωση απ' όλο τον κόσμο, τσακίστηκαν από στερήσεις, πείνα, αγρύπνια, δίψα. Η φυματίωση, κατά κύριο λόγο, θέριζε, ξεπερνώντας το 60-70% του συνόλου των συντρόφων μας.
Μικρό απόσπασμα από την μαρτυρία μια γυναίκας εξόριστης στη Γυάρο.
Η Χρυσούλα Γκόγκογλου, η οποία έμεινε σχεδόν όλο το 1968 στη Γυάρο, ήταν μια από τις 300 γυναίκες κρατούμενες, που πέρασαν από αυτό το κάτεργο.
Όπως είπε η Χρ. Γκόγκογλου, πολλές από αυτές τις γυναίκες τις συλλάβανε προληπτικά, και άλλες, αργότερα, για την αντιδικτατορική τους δράση. Ανάμεσα σ' αυτές, ήτανε μάνες με μωρά, μητέρες με μικρά παιδιά, που τ' άφησαν μόνα τους στο σπίτι και την προστασία των συγγενών και της γειτονιάς, γιατί -σε μερικές περιπτώσεις- ήταν και ο πατέρας στην εξορία.
Κατακρατούσαν ακόμα και τα γράμματα Οι άνθρωποι της χούντας δε συγκινούνταν σε κανένα δράμα. Αντίθετα, προσπαθούσαν να κάνουν πιο σκληρή και απάνθρωπη τη ζωή των κρατουμένων. «Κατακρατούσαν τα γράμματά μας, είπε η Χρ. Γκόγκογλου, το μόνο μέσο επικοινωνίας με τις οικογένειές μας. Το γράμμα με την κακή είδηση, το θάνατο, την αρρώστια έφτανε στα χέρια μας. Ένιωθαν ευχαρίστηση, όταν μας ανήγγελλαν τέτοιες ειδήσεις, ενώ, αντίθετα, τα χαρούμενα γράμματά μας καταστρέφονταν, τα πετούσαν στη θάλασσα».